bn:00027742n
Noun Concept
EL
αποσόβηση  αποτροπή
EL
Η παρεμπόδιση κάποιου με την πειθώ ώστε να προβεί σε κάποια πράξη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η παρεμπόδιση κάποιου με την πειθώ ώστε να προβεί σε κάποια πράξη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet