bn:00028097n
Noun Concept
EL
στασιμότητα
EL
Η κατάσταση στην οποία δεν παρουσιάζεται καμία εξέλιξη, που παραμένει στάσιμη (π.χ. οικονομική στασιμότητα) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση στην οποία δεν παρουσιάζεται καμία εξέλιξη, που παραμένει στάσιμη (π.χ. οικονομική στασιμότητα) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet