bn:00028247n
Noun Concept
Categories: Πόρτες
EL
πόρτα  θύρα  αυτόματη πόρτα  γαλλικές πόρτες
EL
Η επίπεδη κατασκευή που προσαρμόζεται στην είσοδο κτηρίου, δωματίου ή γενικότερα κλειστού χώρου ώστε να μπορεί κανείς να την κλείνει ή να την ανοίγει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η επίπεδη κατασκευή που προσαρμόζεται στην είσοδο κτηρίου, δωματίου ή γενικότερα κλειστού χώρου ώστε να μπορεί κανείς να την κλείνει ή να την ανοίγει Greek Open Multilingual WordNet
Η πόρτα είναι μια κατασκευή που χρησιμοποιείται για να ανοίξει και να κλείσει μια είσοδο. Wikipedia
Συνήθως μεγάλη. Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations