bn:00028320n
Noun Concept
EL
δόση  δοσολογία
EL
Η καθορισμένη ποσότητα φαρμάκου που πρέπει κάποιος να λαμβάνει Greek Open Multilingual WordNet
English:
pharmacology
biochemistry
Definitions
Relations
Sources
EL
Η καθορισμένη ποσότητα φαρμάκου που πρέπει κάποιος να λαμβάνει Greek Open Multilingual WordNet
ποσότητα λαμβανόμενης ουσίας ή φαρμάκου Wikidata
Ποσότητα λαμβανόμενης ουσίας ή φαρμάκου Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
Wikidata Alias
Wikipedia Translations