bn:00028357n
Noun Concept
EL
δίαυλος  δίδυμος αυλός  διπλό καλάμι  διπλό όργανο καλάμι
EL
Αρχαίο πνευστό όργανο που το αποτελούσαν δύο σωλήνες με διπλό γλωσσίδι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αρχαίο πνευστό όργανο που το αποτελούσαν δύο σωλήνες με διπλό γλωσσίδι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations