bn:00028715n
Noun Concept
EL
αποξηραμένο βερίκοκο  ξερό βερίκοκο  ξηρό βερίκοκο  αποξηραμένα βερίκοκα
EL
Βερίκοκο που η φυσική του κατάσταση έχει αλλάξει από την απώλεια των χυμών ή της φρεσκάδας του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Βερίκοκο που η φυσική του κατάσταση έχει αλλάξει από την απώλεια των χυμών ή της φρεσκάδας του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata Alias
WordNet Translations