bn:00028777n
Noun Concept
EL
σπρώξιμο  ώθηση  ώση  κινητήρια δύναμη  μονάδα
EL
Η ενέργεια του σπρώχνω, του βάζω δύναμη για να προωθήσω κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του σπρώχνω, του βάζω δύναμη για να προωθήσω κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet