bn:00029457n
Noun Concept
EL
ανάπαυλα  ανάπαυση  ξεκούραση
EL
Η διακοπή μιας δραστηριότητας, κατάστασης κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η διακοπή μιας δραστηριότητας, κατάστασης κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet