bn:00029553n
Noun Concept
EL
γείσο  μαρκίζα  μαρκίζες  μαρκιζών
EL
Το μέρος της στέγης ,το οποίο προεξέχει από τους τοίχους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το μέρος της στέγης ,το οποίο προεξέχει από τους τοίχους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations