bn:00029773n
Noun Concept
EL
παραλλαγή  εκδοχή  έκδοση
EL
(συνήθως ελαφρά) διαφοροποιημένη μορφή, ποικιλία ενός πράγματος σε σχέση με άλλο ομοειδές, με ένα πρωτότυπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(συνήθως ελαφρά) διαφοροποιημένη μορφή, ποικιλία ενός πράγματος σε σχέση με άλλο ομοειδές, με ένα πρωτότυπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations