bn:00029888n
Noun Concept
EL
δύναμη  αποτελεσματικότητα  efficaciousness
EL
Η ικανότητα να παράγει (κανείς/κάτι) ορισμένο έργο, να επιτελεί ορισμένη λειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ικανότητα να παράγει (κανείς/κάτι) ορισμένο έργο, να επιτελεί ορισμένη λειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations