bn:00030014n
Noun Concept
EL
αποβολή  απομάκρυνση  αποπομπή  εκδίωξη  αναγκάζοντας έξω
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπέμπω, αποβάλλω, απομακρύνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπέμπω, αποβάλλω, απομακρύνω Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations