bn:00030075n
Noun Concept
Categories: Εξοπλισμός γραφείου, Γραφική ύλη
EL
λαστιχάκι  λάστιχο
EL
Ταινία από καουτσούκ που χρησιμοποιείται για να σφίγγει ή να σουρώνει υφάσματα ή ρούχα ή να κρατάει πράγματα ενωμένα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ταινία από καουτσούκ που χρησιμοποιείται για να σφίγγει ή να σουρώνει υφάσματα ή ρούχα ή να κρατάει πράγματα ενωμένα Greek Open Multilingual WordNet
Ένα λαστιχάκι είναι ένας βρόχος από καουτσούκ, συνήθως σχήματος δακτυλίου, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για τη συγκράτηση πολλών αντικειμένων μαζί. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations