bn:00030153n
Noun Concept
EL
ηλεκτρικός αγωγός  ηλεκτρικό κύριο
EL
Αγωγός μέσω του οποίου διανέμεται ηλεκτρισμός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αγωγός μέσω του οποίου διανέμεται ηλεκτρισμός Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations