bn:00030170n
Noun Concept
Categories: Αλληλεπίδραση ανθρώπου-μηχανής, Ηλεκτρολογία
EL
διακόπτης  ηλεκτρικό διακόπτη  διακόπτες  διακόπτη  ηλεκτρικός διακόπτης
EL
Ειδική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη διακοπή ή την αποκατάσταση της ροής ενός κυκλώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη διακοπή ή την αποκατάσταση της ροής ενός κυκλώματος Greek Open Multilingual WordNet
Διακόπτης ονομάζεται κάθε ηλεκτρικό εξάρτημα που μεταβάλλει τη δυνατότητα διέλευσης ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από αυτό. Wikipedia
Κάθε ηλεκτρικό εξάρτημα που μεταβάλλει τη δυνατότητα διέλευσης ηλεκτρικού ρεύματος Wikidata