bn:00030333n
Noun Concept
Categories: Μεταφορικές υποδομές
EL
ασανσέρ  ανελκυστήρας  Ανελκυστήρ  ανελκυστήρα
EL
Μηχανική κατασκευή που μεταφέρει ανθρώπους ή πράγματα, μέσα σε θάλαμο, πάνω-κάτω σε ένα κτίριο με ορόφους Greek Open Multilingual WordNet
English:
elevator
machinery
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχανική κατασκευή που μεταφέρει ανθρώπους ή πράγματα, μέσα σε θάλαμο, πάνω-κάτω σε ένα κτίριο με ορόφους Greek Open Multilingual WordNet
Ανελκυστήρας ή ανυψωτήρας ονομάζεται κάθε εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την κάθετη μεταφορά φορτίων ή προσώπων μεταξύ ορόφων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations