bn:00030453n
Noun Concept
EL
πίκα  em  pica  pica em
EL
(τυπογραφία) μονάδα μήκους ίση με το 1/6 ίντσας ή ίση με το μήκος του κεφαλαίου γράμματος Μ Greek Open Multilingual WordNet
English:
CSS
unit of measure
typography
measurement
unit
Definitions
Relations
Sources
EL
(τυπογραφία) μονάδα μήκους ίση με το 1/6 ίντσας ή ίση με το μήκος του κεφαλαίου γράμματος Μ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
EL
Wikipedia Translations
EL
em, pica