bn:00030489n
Noun Concept
EL
εμβολή  εμβόλιμα μήνα  εμβόλιμη μήνα  παρένθεση  παρεμβολή
EL
Καταχώρηση σε ημερολόγιο Greek Open Multilingual WordNet
English:
timekeeping
calendar
Definitions
Relations
Sources