bn:00030496n
Noun Concept
EL
στόμιο  στόμιο μουσικού οργάνου  εκβολές ποταμού  επιστόμιο
EL
Το διαπλατυσμένο άκρο ενός πνευστού μουσικού οργάνου, που έχει σχήμα χωνιού Greek Open Multilingual WordNet
English:
wind
Definitions
Relations
Sources