bn:00030525n
Noun Concept
EL
έκτακτη ανάγκη  κατάσταση έκτακτης ανάγκης  έκτακτης ανάγκης
EL
Κρίσιμη περίσταση, συνήθως επικίνδυνη, που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κρίσιμη περίσταση, συνήθως επικίνδυνη, που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση Greek Open Multilingual WordNet
Κατάσταση όπως μια φυσική ή τεχνητή καταστροφή που απαιτεί έκτακτη βοήθεια Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations