bn:00030616n
Noun Concept
Categories: Απασχόληση, Βασικές έννοιες μακροοικονομικής
EL
απασχόληση  εργασία  δουλειά  Κατάληψη  σχέση εργασίας
EL
Η κατάσταση όπου κάποιος έχει μισθωτή εργασία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources