bn:00030618n
Noun Concept
EL
εργαζόμενος  υπάλληλος
EL
Εργαζόμενος που προσλαμβάνεται για να εκτελέσει μια εργασία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαζόμενος που προσλαμβάνεται για να εκτελέσει μια εργασία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations