bn:00030693n
Noun Concept
EL
περίφραξη  περίβλημα
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιφράσσω, καθώς και η κατασκευή με την οποία έχουν περιφράξει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιφράσσω, καθώς και η κατασκευή με την οποία έχουν περιφράξει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations