bn:00030785n
Noun Concept
EL
ενδοπαράσιτο  ενδοπαρασίτων  endozoan  entoparasite  entozoan
EL
Παράσιτο που ζει στο εσωτερικό ζωικού ή φυτικού οργανισμού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παράσιτο που ζει στο εσωτερικό ζωικού ή φυτικού οργανισμού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations