bn:00030794n
Noun Concept
EL
ενδοσκόπιο
EL
Ειδική συσκευή με προσαρμοσμένο σύστημα φωτισμού στην άκρη της, που χρησιμεύει για να φωτίζεται και να εξετάζεται το εσωτερικό κοιλοτήτων του σώματος που έχουν στενό στόμιο (λ .χ. του οισοφάγου) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδική συσκευή με προσαρμοσμένο σύστημα φωτισμού στην άκρη της, που χρησιμεύει για να φωτίζεται και να εξετάζεται το εσωτερικό κοιλοτήτων του σώματος που έχουν στενό στόμιο (λ .χ. του οισοφάγου) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations