bn:00030821n
Noun Concept
EL
δύναμη
EL
Το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την καλή σωματική κατάσταση του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την καλή σωματική κατάσταση του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet