bn:00030852n
Noun Concept
EL
λοκομοτίβα  άμαξα έλξης συρμών  μηχανή τρένου  ατμομηχανή σιδηροδρόμων  ατμομηχανή
EL
Τροχοφόρο όχημα αποτελούμενο από αυτοκινούμενη μηχανή, που χρησιμοποιείται για να σύρει τρένα κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources