bn:00030854n
Noun Concept
EL
αμαξάς  μηχανικός σιδηροδρόμων  οδηγός τρένου  μηχανικός σιδηροδρόμου  ατμομηχανή μηχανικός
EL
Ο οδηγός μιας σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας Greek Open Multilingual WordNet
English:
railroad
Definitions
Relations
Sources