bn:00031294n
Noun Concept
Categories: Γεωδαισία, Χαρτογραφία, Ουράνιο σύστημα συντεταγμένων
EL
ισημερινός  ισημερινό
EL
Ο νοητός μέγιστος κύκλος γύρω από τη γήινη σφαίρα, ο οποίος απέχει εξίσου από τους πόλους της και του οποίου το επίπεδο τέμνει κάθετα τον άξονά της Greek Open Multilingual WordNet
English:
geography
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο νοητός μέγιστος κύκλος γύρω από τη γήινη σφαίρα, ο οποίος απέχει εξίσου από τους πόλους της και του οποίου το επίπεδο τέμνει κάθετα τον άξονά της Greek Open Multilingual WordNet
Ένας ισημερινός είναι η τομή μιας σφαιρικής επιφάνειας με το επίπεδο κάθετο προς τον άξονα περιστροφής της σφαίρας και σε ίση απόσταση μεταξύ των πόλων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations