bn:00031476n
Noun Concept
Categories: Πορνογραφία, Ανθρώπινη σεξουαλικότητα
EL
πορνογραφία  πορνό  ερωτική τέχνη  πορνογράφημα  erotica
EL
Περιγραφή, αναπαράσταση, με λόγο ή και με εικόνα, σεξουαλικών πράξεων, με μονόπλευρο και υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με υποβάθμιση (ή και αποκλεισμό) των ψυχικών, συναισθηματικών και συντροφικών πλευρών της σεξουαλικότητας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Περιγραφή, αναπαράσταση, με λόγο ή και με εικόνα, σεξουαλικών πράξεων, με μονόπλευρο και υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με υποβάθμιση (ή και αποκλεισμό) των ψυχικών, συναισθηματικών και συντροφικών πλευρών της σεξουαλικότητας Greek Open Multilingual WordNet
Πορνογραφία ή πορνό είναι η αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων, λεκτικά ή μέσω εικόνων, με υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με κύριο σκοπό την σεξουαλική διέγερση του ατόμου. Wikipedia