bn:00031493n
Noun Concept
EL
ηφαιστειακή έκρηξη  έκρηξη ηφαιστείου  είδη των ηφαιστειακών εκρήξεων  ηφαιστειακές εκρήξεις
EL
Η απότομη εκκένωση υλικών σε διάπυρη κατάσταση και ατμού από άνοιγμα ή ρήγμα στον φλοιό της γής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η απότομη εκκένωση υλικών σε διάπυρη κατάσταση και ατμού από άνοιγμα ή ρήγμα στον φλοιό της γής Greek Open Multilingual WordNet