bn:00031641n
Noun Concept
Categories: Κοινωνικοί θεσμοί
EL
θεσμός  ίδρυμα  κοινωνικός θεσμός
EL
Οργανισμός που έχει συσταθεί για συγκεκριμένο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οργανισμός που έχει συσταθεί για συγκεκριμένο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος Θεσμός προέρχεται από το ρήμα τίθημι. Wikipedia
Δομή ή μηχανισμός κοινωνικής δομής και συνεργασίας που κυβερνά τη συμπεριφορά ενός συνόλου ατόμων μέσα σε μια ορισμένη κοινότητα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections