bn:00031736n
Noun Concept
Categories: Οργανική χημεία, Χημικές ρίζες
EL
αιθυλομάδα  αιθύλιο  Αιθυλική ομάδα  Αιθυλο-ομάδα  Αιθυλοομάδα
EL
Για άλλες χρήσεις του "αιθυλίου", δείτε Αιθύλιο. Wikipedia
English:
group
Definitions
Relations
Sources
EL
Για άλλες χρήσεις του "αιθυλίου", δείτε Αιθύλιο. Wikipedia
Στη χημεία, μια αιθυλομάδα είναι ένας υποκαταστάτης αλκυλίου που παράγεται από το αιθάνιο. Wikidata