bn:00031738n
Noun Concept
EL
αλκοόλ  ουδέτερης αλκοόλης  διορθωμένο πνεύμα  ουδέτερη αλκοόλη σιτηρών  ουδέτερο αλκοολούχο ποτό σιτηρών
EL
Το οινόπνευμα των οινοπνευματωδών ποτών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources