bn:00032118n
Noun Concept
EL
εξαίρεση
EL
Ό,τι εξαιρείται, είναι δηλαδή διαφορετικό από το σύνολο στο οποίο ανήκει. Η περίπτωση που δεν επιβεβαιώνει τον γενικό κανόνα, που αποκλίνει από το συνηθισμένο και γενικώς αποδεκτό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ό,τι εξαιρείται, είναι δηλαδή διαφορετικό από το σύνολο στο οποίο ανήκει. Η περίπτωση που δεν επιβεβαιώνει τον γενικό κανόνα, που αποκλίνει από το συνηθισμένο και γενικώς αποδεκτό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations