bn:00032161n
Noun Concept
EL
ουροποιητικό όργανο  ουροποιητικού όργανο  όργανο απέκκρισης
EL
Το όργανο που διαχωρίζει τις άχρηστες ουσίες από το αίμα και τις αποβάλλει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το όργανο που διαχωρίζει τις άχρηστες ουσίες από το αίμα και τις αποβάλλει Greek Open Multilingual WordNet