bn:00032201n
Noun Concept
EL
απαλλαγή  εξαίρεση  τη χορήγηση ασυλίας
EL
Η ενέργεια του να απαλλάσεις, να εξαιρείς κάποιον από μια θέση, καθήκον, βάρος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του να απαλλάσεις, να εξαιρείς κάποιον από μια θέση, καθήκον, βάρος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations