bn:00032242n
Noun Concept
EL
έξοδος  διέξοδος
EL
Τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα κατάλληλο για να βγαίνει κάποιος από κάπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα κατάλληλο για να βγαίνει κάποιος από κάπου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations