bn:00032324n
Noun Concept
EL
δαημοσύνη  ειδημοσύνη  expertness  πραγματογνωμοσύνη
EL
Η ιδιότητα αυτού που κατέχει κάτι καλά, που έχει γνώσεις και πείρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα αυτού που κατέχει κάτι καλά, που έχει γνώσεις και πείρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet