bn:00032432n
Noun Concept
EL
εξωτερική πόρτα  εξώπορτα  έξω από την πόρτα
EL
Πόρτα που επιτρέπει είσοδο ή έξοδο σε ένα κτίριο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources