bn:00032460n
Noun Concept
EL
εκβιασμός  χρηματολογία  αποσπάσει  αποσπάσουν  εκβιασμούς
EL
Η προσπάθεια κάποιου να εξαναγκάσει άλλον να υποκύψει σε απαίτησή του, με χρήση απειλής ή βίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η προσπάθεια κάποιου να εξαναγκάσει άλλον να υποκύψει σε απαίτησή του, με χρήση απειλής ή βίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata