bn:00032472n
Noun Concept
EL
εξολκέας
EL
Εργαλείο με το οποίο εξάγεται από κάπου κάτι που είναι σφηνωμένο ή προσαρμοσμένο με πίεση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαλείο με το οποίο εξάγεται από κάπου κάτι που είναι σφηνωμένο ή προσαρμοσμένο με πίεση Greek Open Multilingual WordNet
HAS KIND
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet