bn:00033615n
Noun Concept
Categories: Ψυχοπαθολογία, Συναίσθημα
EL
φανατισμός  φανατισμού
EL
Η τυφλή προσήλωση σε ιδέα, πίστη ή πρόσωπο, η οποία οδηγεί στην άρνηση κάθε κριτικής και στο μίσος για όποιον πιστεύει το αντίθετο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η τυφλή προσήλωση σε ιδέα, πίστη ή πρόσωπο, η οποία οδηγεί στην άρνηση κάθε κριτικής και στο μίσος για όποιον πιστεύει το αντίθετο Greek Open Multilingual WordNet
Ο Φανατισμός που ως όρος προέρχεται εκ της λατινικής λέξης "fanum", σημαίνει την μετ' εγωισμού και εμπάθειας προσήλωση σε κάποιες αντιλήψεις, ανεξάρτητα απ' το αν αυτές είναι ορθές ή όχι. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations