bn:00033837n
Noun Concept
EL
πλεονεκτική θέση  ευνοϊκή θέση
EL
Η ιδιότητα του να υπερέχεις έναντι άλλου, να έχεις το προβάδισμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του να υπερέχεις έναντι άλλου, να έχεις το προβάδισμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations