bn:00033971n
Noun Concept
EL
προσποίηση  προσποιείται
EL
Το να παρουσιάζει κανείς μια ψεύτικη εικόνα, να δημιουργεί λανθασμένη εντύπωση σκόπιμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να παρουσιάζει κανείς μια ψεύτικη εικόνα, να δημιουργεί λανθασμένη εντύπωση σκόπιμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations