bn:00034017n
Noun Concept
EL
θηλυκό  θηλυκό πρόσωπο
EL
Άτομο που ανήκει στο γένος που μπορεί να κάνει παιδιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άτομο που ανήκει στο γένος που μπορεί να κάνει παιδιά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations