bn:00034031n
Noun Concept
EL
θηλυκό  θηλυκός
EL
(γραμματική) θηλυκά ονόματα, που το γραμματικό τους γένος είναι θηλυκό, ανεξάρτητα αν αυτό αντιστοιχεί και στο φυσικό τους γένος και που διακρίνονται από το άρθρο που παίρνουν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γραμματική) θηλυκά ονόματα, που το γραμματικό τους γένος είναι θηλυκό, ανεξάρτητα αν αυτό αντιστοιχεί και στο φυσικό τους γένος και που διακρίνονται από το άρθρο που παίρνουν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations