bn:00034060n
Noun Concept
EL
ξίφος  ξίφος περίφραξη
EL
Το ξίφος που χρησιμοποιείται στο άθλημα της ξιφασκίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ξίφος που χρησιμοποιείται στο άθλημα της ξιφασκίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations