bn:00034656n
Noun Concept
EL
ασφάλιση πυρός  πυρασφάλεια
EL
Η ασφάλιση που αποζημιώνει τον συμβαλλόμενο ή τον δικαιούχο στην περίπτωση πυρκαγιάς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ασφάλιση που αποζημιώνει τον συμβαλλόμενο ή τον δικαιούχο στην περίπτωση πυρκαγιάς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations