bn:00034762n
Noun Concept
EL
πρώτη θέση
EL
(σε μέσα μαζικής μεταφοράς) διαμέρισμα στο οποίο τοποθετούνται οι επιβάτες ανάλογα με την τιμή του εισιτηρίου που πληρώνουν, π .χ. πρώτη θέση (η πιο ακριβή θέση σε πλοίο, τρένο ή αεροπλάνο) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(σε μέσα μαζικής μεταφοράς) διαμέρισμα στο οποίο τοποθετούνται οι επιβάτες ανάλογα με την τιμή του εισιτηρίου που πληρώνουν, π .χ. πρώτη θέση (η πιο ακριβή θέση σε πλοίο, τρένο ή αεροπλάνο) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet